- ἐλευθερουργός
- ἐλευθερουργόςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ελευθερουργός — ἐλευθερουργός, όν (Α) (για ίππο) αυτός που κινείται ελεύθερα, χωρίς χαλινάρια … Dictionary of Greek